Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀστυάναξ
ἀστυάναξ
ἀστύαρχος
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτνιάω
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγειτονικός
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδίκης
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
ἀστυνομικός
ἀστυνόμιον
ἀστύνομος
ἀστυνόμος
Ἀστύνοος
View word page
ἀστυδρομέομαι
to have the streets filled with fugitives
ShortDef
to have the streets filled with fugitives
Debugging
Headword:
ἀστυδρομέομαι
Headword (normalized):
ἀστυδρομέομαι
Headword (normalized/stripped):
αστυδρομεομαι
IDX:
14549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14550
Key:
Data
{'content': 'to have the streets filled with fugitives'}