Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀελλόπος
ἀελλόπους
Ἀελλώ
ἀελλώδης
ἀελπής
ἀελπτέω
ἀελπτία
ἄελπτος
ἄεμμα
ἀέναος
ἀεξίβιος
ἀεξίγυιος
ἀεξίκερως
ἀεξίνοος
ἀεξίτοκος
ἀεξίτροφος
ἀεξίφυλλος
ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργηλός
ἀεργία
View word page
ἀεξίβιος
increasing while one lives
ShortDef
increasing while one lives
Debugging
Headword:
ἀεξίβιος
Headword (normalized):
ἀεξίβιος
Headword (normalized/stripped):
αεξιβιος
IDX:
1454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1455
Key:
Data
{'content': 'increasing while one lives'}