Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστρωσία
ἄστρωτος
ἄστυ
Ἀστυάγης
Ἀστύαλος
Ἀστυάναξ
ἀστυάναξ
ἀστύαρχος
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτνιάω
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγειτονικός
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδίκης
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
ἀστυνομία
View word page
ἀστυγειτονέομαι
dwell in a neighbouring

ShortDef

dwell in a neighbouring

Debugging

Headword:
ἀστυγειτονέομαι
Headword (normalized):
ἀστυγειτονέομαι
Headword (normalized/stripped):
αστυγειτονεομαι
IDX:
14544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14545
Key:

Data

{'content': 'dwell in a neighbouring'}