Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστρῷος
ἀστρωσία
ἄστρωτος
ἄστυ
Ἀστυάγης
Ἀστύαλος
Ἀστυάναξ
ἀστυάναξ
ἀστύαρχος
ἀστυβοώτης
ἀστυγειτνιάω
ἀστυγειτονέομαι
ἀστυγειτονικός
ἀστυγείτων
ἄστυδε
ἀστυδίκης
ἀστυδρομέομαι
ἀστύθεμις
ἄστυλος
ἀστύνικος
ἀστυνομέω
View word page
ἀστυγειτνιάω
to be neighbouring, adjacent

ShortDef

to be neighbouring, adjacent

Debugging

Headword:
ἀστυγειτνιάω
Headword (normalized):
ἀστυγειτνιάω
Headword (normalized/stripped):
αστυγειτνιαω
IDX:
14543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14544
Key:

Data

{'content': 'to be neighbouring, adjacent'}