Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστρολόγημα
ἀστρολογία
ἀστρολογικός
ἀστρολόγος
ἀστρομαντική
ἀστρόμαντις
ἄστρον
ἀστρονομέω
ἀστρονόμημα
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἀστροποιέω
ἀστροσκοπέω
ἀστροσκοπία
ἀστροτέχνημα
ἀστρούθιστος
ἀστροφαής
ἀστροφεγγής
ἀστροφόρος
ἄστροφος
View word page
ἀστρονομικός
skilled in astronomy, pertaining to astronomy
ShortDef
skilled in astronomy, pertaining to astronomy
Debugging
Headword:
ἀστρονομικός
Headword (normalized):
ἀστρονομικός
Headword (normalized/stripped):
αστρονομικος
IDX:
14521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14522
Key:
Data
{'content': 'skilled in astronomy, pertaining to astronomy'}