Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστροκύων
ἀστρολάβος
ἀστρολογέω
ἀστρολόγημα
ἀστρολογία
ἀστρολογικός
ἀστρολόγος
ἀστρομαντική
ἀστρόμαντις
ἄστρον
ἀστρονομέω
ἀστρονόμημα
ἀστρονομία
ἀστρονομικός
ἀστρονόμος
ἀστροποιέω
ἀστροσκοπέω
ἀστροσκοπία
ἀστροτέχνημα
ἀστρούθιστος
ἀστροφαής
View word page
ἀστρονομέω
to study astronomy

ShortDef

to study astronomy

Debugging

Headword:
ἀστρονομέω
Headword (normalized):
ἀστρονομέω
Headword (normalized/stripped):
αστρονομεω
IDX:
14518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14519
Key:

Data

{'content': 'to study astronomy'}