Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
ἀστρατηγία
ἀστραφής
ἄστρεπτος
ἀστρικός
ἄστριον
ἀστροβλέφαρος
ἀστροβλής
ἀστρόβλητος
ἀστροβολέομαι
ἀστροβολησία
ἀστρόβολος
ἀστροβρόντης
ἀστρογείτων
ἀστροδάμας
ἀστροδίαιτος
ἀστροδώρητος
ἀστροειδής
ἀστροθεάμων
ἀστροθεσία
View word page
ἀστροβολέομαι
to be sun-scorched

ShortDef

to be sun-scorched

Debugging

Headword:
ἀστροβολέομαι
Headword (normalized):
ἀστροβολέομαι
Headword (normalized/stripped):
αστροβολεομαι
IDX:
14491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14492
Key:

Data

{'content': 'to be sun-scorched'}