Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστραποειδής
ἀστραπόπληκτος
ἀστραπτικός
ἀστράπτω
ἀστράρχη
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
ἀστρατηγία
ἀστραφής
ἄστρεπτος
ἀστρικός
ἄστριον
ἀστροβλέφαρος
ἀστροβλής
ἀστρόβλητος
ἀστροβολέομαι
ἀστροβολησία
View word page
ἀστρατήγητος
never having been general
ShortDef
never having been general
Debugging
Headword:
ἀστρατήγητος
Headword (normalized):
ἀστρατήγητος
Headword (normalized/stripped):
αστρατηγητος
IDX:
14482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14483
Key:
Data
{'content': 'never having been general'}