Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστραπηβόλος
ἀστραπηδόν
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστραποειδής
ἀστραπόπληκτος
ἀστραπτικός
ἀστράπτω
ἀστράρχη
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
ἀστρατηγία
ἀστραφής
ἄστρεπτος
ἀστρικός
ἄστριον
ἀστροβλέφαρος
ἀστροβλής
ἀστρόβλητος
View word page
ἀστράτευτος
without service, never having seen service
ShortDef
without service, never having seen service
Debugging
Headword:
ἀστράτευτος
Headword (normalized):
ἀστράτευτος
Headword (normalized/stripped):
αστρατευτος
IDX:
14480
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14481
Key:
Data
{'content': 'without service, never having seen service'}