Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστραπαῖος
ἀστραπή
ἀστραπηβολέω
ἀστραπηβόλος
ἀστραπηδόν
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστραποειδής
ἀστραπόπληκτος
ἀστραπτικός
ἀστράπτω
ἀστράρχη
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
ἀστρατηγία
ἀστραφής
ἄστρεπτος
ἀστρικός
ἄστριον
View word page
ἀστράπτω
to lighten, hurl lightnings
ShortDef
to lighten, hurl lightnings
Debugging
Headword:
ἀστράπτω
Headword (normalized):
ἀστράπτω
Headword (normalized/stripped):
αστραπτω
IDX:
14477
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14478
Key:
Data
{'content': 'to lighten, hurl lightnings'}