Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστραῖος
ἀστραλός
ἀστραπαῖος
ἀστραπή
ἀστραπηβολέω
ἀστραπηβόλος
ἀστραπηδόν
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστραποειδής
ἀστραπόπληκτος
ἀστραπτικός
ἀστράπτω
ἀστράρχη
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
ἀστρατηγία
ἀστραφής
ἄστρεπτος
View word page
ἀστραπόπληκτος
lightning-stricken

ShortDef

lightning-stricken

Debugging

Headword:
ἀστραπόπληκτος
Headword (normalized):
ἀστραπόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
αστραποπληκτος
IDX:
14475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14476
Key:

Data

{'content': 'lightning-stricken'}