Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστραγαλώδης
ἀστραγαλωτός
Ἀστραῖος
ἀστραῖος
ἀστραλός
ἀστραπαῖος
ἀστραπή
ἀστραπηβολέω
ἀστραπηβόλος
ἀστραπηδόν
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
ἀστραποειδής
ἀστραπόπληκτος
ἀστραπτικός
ἀστράπτω
ἀστράρχη
ἀστρατεία
ἀστράτευτος
ἀστρατηγησία
ἀστρατήγητος
View word page
ἀστραπηφορέω
to carry lightnings

ShortDef

to carry lightnings

Debugging

Headword:
ἀστραπηφορέω
Headword (normalized):
ἀστραπηφορέω
Headword (normalized/stripped):
αστραπηφορεω
IDX:
14472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14473
Key:

Data

{'content': 'to carry lightnings'}