Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
ἀστραγαλόμαντις
ἀστράγαλος
ἀστραγαλώδης
ἀστραγαλωτός
Ἀστραῖος
ἀστραῖος
ἀστραλός
ἀστραπαῖος
ἀστραπή
ἀστραπηβολέω
ἀστραπηβόλος
ἀστραπηδόν
ἀστραπηφορέω
ἀστραπηφόρος
View word page
ἀστραγαλωτός
made of ἀστράγαλοι

ShortDef

made of ἀστράγαλοι

Debugging

Headword:
ἀστραγαλωτός
Headword (normalized):
ἀστραγαλωτός
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλωτος
IDX:
14463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14464
Key:

Data

{'content': 'made of ἀστράγαλοι'}