Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
ἀστραγαλόμαντις
ἀστράγαλος
ἀστραγαλώδης
ἀστραγαλωτός
Ἀστραῖος
ἀστραῖος
ἀστραλός
ἀστραπαῖος
ἀστραπή
ἀστραπηβολέω
ἀστραπηβόλος
ἀστραπηδόν
ἀστραπηφορέω
View word page
ἀστραγαλώδης
shaped like an ἀστράγαλος

ShortDef

shaped like an ἀστράγαλος

Debugging

Headword:
ἀστραγαλώδης
Headword (normalized):
ἀστραγαλώδης
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλωδης
IDX:
14462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14463
Key:

Data

{'content': 'shaped like an ἀστράγαλος'}