Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
ἀστραγαλόμαντις
ἀστράγαλος
ἀστραγαλώδης
ἀστραγαλωτός
Ἀστραῖος
ἀστραῖος
ἀστραλός
ἀστραπαῖος
View word page
ἀστραγαλίσκος
dim. of ἀστράγαλος

ShortDef

dim. of ἀστράγαλος

Debugging

Headword:
ἀστραγαλίσκος
Headword (normalized):
ἀστραγαλίσκος
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλισκος
IDX:
14457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14458
Key:

Data

{'content': 'dim. of ἀστράγαλος'}