Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
ἀστραγαλόμαντις
ἀστράγαλος
ἀστραγαλώδης
ἀστραγαλωτός
Ἀστραῖος
ἀστραῖος
ἀστραλός
View word page
ἀστραγάλισις
a playing with

ShortDef

a playing with

Debugging

Headword:
ἀστραγάλισις
Headword (normalized):
ἀστραγάλισις
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλισις
IDX:
14456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14457
Key:

Data

{'content': 'a playing with'}