Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
ἀστραγαλόμαντις
ἀστράγαλος
ἀστραγαλώδης
ἀστραγαλωτός
View word page
ἀστραγάλειος
covering the ankles

ShortDef

covering the ankles

Debugging

Headword:
ἀστραγάλειος
Headword (normalized):
ἀστραγάλειος
Headword (normalized/stripped):
αστραγαλειος
IDX:
14453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14454
Key:

Data

{'content': 'covering the ankles'}