Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστοχία
ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
ἀστραγαλόμαντις
ἀστράγαλος
ἀστραγαλώδης
View word page
ἀστραβιστήρ
instrument used in levelling

ShortDef

instrument used in levelling

Debugging

Headword:
ἀστραβιστήρ
Headword (normalized):
ἀστραβιστήρ
Headword (normalized/stripped):
αστραβιστηρ
IDX:
14452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14453
Key:

Data

{'content': 'instrument used in levelling'}