Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστόχημα
ἀστοχία
ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
ἀστραγαλόμαντις
ἀστράγαλος
View word page
ἀστραβίζω
ride pillion

ShortDef

ride pillion

Debugging

Headword:
ἀστραβίζω
Headword (normalized):
ἀστραβίζω
Headword (normalized/stripped):
αστραβιζω
IDX:
14451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14452
Key:

Data

{'content': 'ride pillion'}