Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστόχαστος
ἀστοχέω
ἀστόχημα
ἀστοχία
ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
ἀστραγαλιστικός
View word page
ἀστράβηλος
shell
ShortDef
shell
Debugging
Headword:
ἀστράβηλος
Headword (normalized):
ἀστράβηλος
Headword (normalized/stripped):
αστραβηλος
IDX:
14449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14450
Key:
Data
{'content': 'shell'}