Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστός
ἀστόχαστος
ἀστοχέω
ἀστόχημα
ἀστοχία
ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
ἀστραγαλῖνος
ἀστραγάλισις
ἀστραγαλίσκος
ἀστραγαλιστής
View word page
ἀστραβηλάτης
muleteer
ShortDef
muleteer
Debugging
Headword:
ἀστραβηλάτης
Headword (normalized):
ἀστραβηλάτης
Headword (normalized/stripped):
αστραβηλατης
IDX:
14448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14449
Key:
Data
{'content': 'muleteer'}