Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστόξενος
ἀστοργία
ἄστοργος
ἀστορής
ἀστός
ἀστόχαστος
ἀστοχέω
ἀστόχημα
ἀστοχία
ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
ἀστραβιστήρ
ἀστραγάλειος
ἀστραγαλίζω
View word page
ἀστραβαλίζω
make level

ShortDef

make level

Debugging

Headword:
ἀστραβαλίζω
Headword (normalized):
ἀστραβαλίζω
Headword (normalized/stripped):
αστραβαλιζω
IDX:
14444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14445
Key:

Data

{'content': 'make level'}