Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
ἀστόξενος
ἀστοργία
ἄστοργος
ἀστορής
ἀστός
ἀστόχαστος
ἀστοχέω
ἀστόχημα
ἀστοχία
ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
ἀστράβηλος
ἀστραβής
ἀστραβίζω
View word page
ἀστόχημα
failure, fault

ShortDef

failure, fault

Debugging

Headword:
ἀστόχημα
Headword (normalized):
ἀστόχημα
Headword (normalized/stripped):
αστοχημα
IDX:
14441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14442
Key:

Data

{'content': 'failure, fault'}