Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
ἀστόξενος
ἀστοργία
ἄστοργος
ἀστορής
ἀστός
ἀστόχαστος
ἀστοχέω
ἀστόχημα
ἀστοχία
ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
ἀστράβη
ἀστραβηλάτης
View word page
ἀστός
a townsman, citizen
ShortDef
a townsman, citizen
Debugging
Headword:
ἀστός
Headword (normalized):
ἀστός
Headword (normalized/stripped):
αστος
IDX:
14438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14439
Key:
Data
{'content': 'a townsman, citizen'}