Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
ἀστόξενος
ἀστοργία
ἄστοργος
ἀστορής
ἀστός
ἀστόχαστος
ἀστοχέω
ἀστόχημα
ἀστοχία
ἄστοχος
ἀστραβαλίζω
ἄστραβδα
ἀστραβεύω
View word page
ἄστοργος
without natural affection
ShortDef
without natural affection
Debugging
Headword:
ἄστοργος
Headword (normalized):
ἄστοργος
Headword (normalized/stripped):
αστοργος
IDX:
14436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14437
Key:
Data
{'content': 'without natural affection'}