Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστιξία
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
ἀστόξενος
ἀστοργία
ἄστοργος
ἀστορής
ἀστός
ἀστόχαστος
ἀστοχέω
ἀστόχημα
View word page
ἀστόμωτος
with no orifice

ShortDef

with no orifice

Debugging

Headword:
ἀστόμωτος
Headword (normalized):
ἀστόμωτος
Headword (normalized/stripped):
αστομωτος
IDX:
14431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14432
Key:

Data

{'content': 'with no orifice'}