Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιξία
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
ἀστόξενος
ἀστοργία
View word page
ἀστλέγγιστος
not scraped clean

ShortDef

not scraped clean

Debugging

Headword:
ἀστλέγγιστος
Headword (normalized):
ἀστλέγγιστος
Headword (normalized/stripped):
αστλεγγιστος
IDX:
14425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14426
Key:

Data

{'content': 'not scraped clean'}