Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιξία
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
ἀστόξενος
View word page
ἀστίτης
townsman, citizen

ShortDef

townsman, citizen

Debugging

Headword:
ἀστίτης
Headword (normalized):
ἀστίτης
Headword (normalized/stripped):
αστιτης
IDX:
14424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14425
Key:

Data

{'content': 'townsman, citizen'}