Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστήρ
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιξία
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἄστολος
ἀστομάχητος
ἄστομος
ἀστόμωτος
ἀστονάχητος
ἄστονος
View word page
ἄστιπτος
untrodden

ShortDef

untrodden

Debugging

Headword:
ἄστιπτος
Headword (normalized):
ἄστιπτος
Headword (normalized/stripped):
αστιπτος
IDX:
14423
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14424
Key:

Data

{'content': 'untrodden'}