Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηλος
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιξία
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
ἄστολος
View word page
ἀστιγής
unpunctuated
ShortDef
unpunctuated
Debugging
Headword:
ἀστιγής
Headword (normalized):
ἀστιγής
Headword (normalized/stripped):
αστιγης
IDX:
14418
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14419
Key:
Data
{'content': 'unpunctuated'}