Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηλος
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιξία
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
ἀστοιχείωτος
ἄστοιχος
View word page
ἀστιβής
untrodden
ShortDef
untrodden
Debugging
Headword:
ἀστιβής
Headword (normalized):
ἀστιβής
Headword (normalized/stripped):
αστιβης
IDX:
14417
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14418
Key:
Data
{'content': 'untrodden'}