Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστερόω
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηλος
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιξία
ἀστίοχος
ἄστιπτος
ἀστίτης
ἀστλέγγιστος
View word page
ἀστήρικτος
not steady, unstable

ShortDef

not steady, unstable

Debugging

Headword:
ἀστήρικτος
Headword (normalized):
ἀστήρικτος
Headword (normalized/stripped):
αστηρικτος
IDX:
14415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14416
Key:

Data

{'content': 'not steady, unstable'}