Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηλος
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
ἀστιξία
View word page
ἄστηλος
without tombstone
ShortDef
without tombstone
Debugging
Headword:
ἄστηλος
Headword (normalized):
ἄστηλος
Headword (normalized/stripped):
αστηλος
IDX:
14411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14412
Key:
Data
{'content': 'without tombstone'}