Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστερόπληκτος
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηλος
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
ἄστικτος
View word page
ἀστή
fem. of ἀστός

ShortDef

fem. of ἀστός

Debugging

Headword:
ἀστή
Headword (normalized):
ἀστή
Headword (normalized/stripped):
αστη
IDX:
14410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14411
Key:

Data

{'content': 'fem. of ἀστός'}