Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηλος
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
ἀστιγής
ἀστικός
View word page
ἀστεφάνωτος
uncrowned, not to be crowned
ShortDef
uncrowned, not to be crowned
Debugging
Headword:
ἀστεφάνωτος
Headword (normalized):
ἀστεφάνωτος
Headword (normalized/stripped):
αστεφανωτος
IDX:
14409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14410
Key:
Data
{'content': 'uncrowned, not to be crowned'}