Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστεροπής
ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηλος
ἄστηνος
ἀστήρ
ἀστηρίδιον
ἀστήρικτος
ᾄστης
ἀστιβής
View word page
ἀστερωτός
starred
ShortDef
starred
Debugging
Headword:
ἀστερωτός
Headword (normalized):
ἀστερωτός
Headword (normalized/stripped):
αστερωτος
IDX:
14407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14408
Key:
Data
{'content': 'starred'}