Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστεροόμματος
ἀστεροπά
ἀστεροπαγερέτας
Ἀστεροπαῖος
ἀστεροπή
ἀστεροπής
ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
ἄστηλος
ἄστηνος
View word page
ἀστεροσκόπος
astronomer
ShortDef
astronomer
Debugging
Headword:
ἀστεροσκόπος
Headword (normalized):
ἀστεροσκόπος
Headword (normalized/stripped):
αστεροσκοπος
IDX:
14402
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14403
Key:
Data
{'content': 'astronomer'}