Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστερομαρμαρυγή
ἀστερόνωτος
ἀστεροόμματος
ἀστεροπά
ἀστεροπαγερέτας
Ἀστεροπαῖος
ἀστεροπή
ἀστεροπής
ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
ἀστεφάνωτος
ἀστή
View word page
ἀστερόπληκτος
struck

ShortDef

struck

Debugging

Headword:
ἀστερόπληκτος
Headword (normalized):
ἀστερόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
αστεροπληκτος
IDX:
14400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14401
Key:

Data

{'content': 'struck'}