Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἁβροκόμης
ἀβρόμιος
ἁβρομίτρης
ἄβρομος
ἁβροπάρθενοι
ἁβροπέδιλος
ἁβροπενθής
ἁβροπέτηλος
ἁβρόπηνος
ἁβρόπλουτος
ἁβρός
ἁβροσταγής
ἁβροσύνη
ἁβρόσφυρος
ἀβροτάζω
ἁβρότας
ἁβρότης
ἁβρότιμος
ἀβροτόνινος
ἀβροτονίτης
ἀβρότονον
View word page
ἁβρός
delicate, graceful, beauteous, pretty
ShortDef
delicate, graceful, beauteous, pretty
Debugging
Headword:
ἁβρός
Headword (normalized):
ἁβρός
Headword (normalized/stripped):
αβρος
IDX:
143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-144
Key:
Data
{'content': 'delicate, graceful, beauteous, pretty'}