Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστερόεις
ἀστέροθεν
ἀστερομαρμαρυγή
ἀστερόνωτος
ἀστεροόμματος
ἀστεροπά
ἀστεροπαγερέτας
Ἀστεροπαῖος
ἀστεροπή
ἀστεροπής
ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
ἀστεροφεγγής
ἀστερόφοιτος
ἀστερόω
ἀστερωπός
ἀστερωτός
ἀστέφανος
View word page
ἀστεροπητής
the lightener
ShortDef
the lightener
Debugging
Headword:
ἀστεροπητής
Headword (normalized):
ἀστεροπητής
Headword (normalized/stripped):
αστεροπητης
IDX:
14398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14399
Key:
Data
{'content': 'the lightener'}