Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστερισμός
ἀστερίτης
ἀστερίων
ἀστεροβλής
ἀστεροδίνητος
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
ἀστέροθεν
ἀστερομαρμαρυγή
ἀστερόνωτος
ἀστεροόμματος
ἀστεροπά
ἀστεροπαγερέτας
Ἀστεροπαῖος
ἀστεροπή
ἀστεροπής
ἀστεροπητής
ἀστεροπληθής
ἀστερόπληκτος
ἀστεροσκοπέω
ἀστεροσκόπος
View word page
ἀστεροόμματος
star-eyed

ShortDef

star-eyed

Debugging

Headword:
ἀστεροόμματος
Headword (normalized):
ἀστεροόμματος
Headword (normalized/stripped):
αστεροομματος
IDX:
14392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14393
Key:

Data

{'content': 'star-eyed'}