Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστέριος
Ἀστερίς
ἀστερίσκιον
ἀστερίσκος
ἀστερισμός
ἀστερίτης
ἀστερίων
ἀστεροβλής
ἀστεροδίνητος
ἀστεροειδής
ἀστερόεις
ἀστέροθεν
ἀστερομαρμαρυγή
ἀστερόνωτος
ἀστεροόμματος
ἀστεροπά
ἀστεροπαγερέτας
Ἀστεροπαῖος
ἀστεροπή
ἀστεροπής
ἀστεροπητής
View word page
ἀστερόεις
starred, starry

ShortDef

starred, starry

Debugging

Headword:
ἀστερόεις
Headword (normalized):
ἀστερόεις
Headword (normalized/stripped):
αστεροεις
IDX:
14388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14389
Key:

Data

{'content': 'starred, starry'}