Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
Ἀστερία
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
ἀστερικός
Ἀστέριος
ἀστέριος
Ἀστερίς
ἀστερίσκιον
ἀστερίσκος
ἀστερισμός
View word page
Ἀστερία
Asteria
ShortDef
Asteria
Debugging
Headword:
Ἀστερία
Headword (normalized):
ἀστερία
Headword (normalized/stripped):
αστερια
IDX:
14372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14373
Key:
Data
{'content': 'Asteria'}