Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
Ἀστερία
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
ἀστερικός
Ἀστέριος
ἀστέριος
Ἀστερίς
ἀστερίσκιον
ἀστερίσκος
View word page
ἀστεργής
without love, implacable, hateful
ShortDef
without love, implacable, hateful
Debugging
Headword:
ἀστεργής
Headword (normalized):
ἀστεργής
Headword (normalized/stripped):
αστεργης
IDX:
14371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14372
Key:
Data
{'content': 'without love, implacable, hateful'}