Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
Ἀστερία
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
ἀστερικός
Ἀστέριος
ἀστέριος
Ἀστερίς
ἀστερίσκιον
View word page
ἀστεργάνωρ
without love of man, shunning wedlock

ShortDef

without love of man, shunning wedlock

Debugging

Headword:
ἀστεργάνωρ
Headword (normalized):
ἀστεργάνωρ
Headword (normalized/stripped):
αστεργανωρ
IDX:
14370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14371
Key:

Data

{'content': 'without love of man, shunning wedlock'}