Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
Ἀστερία
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
ἀστερικός
Ἀστέριος
ἀστέριος
Ἀστερίς
View word page
ἄστεπτος
uncrowned
ShortDef
uncrowned
Debugging
Headword:
ἄστεπτος
Headword (normalized):
ἄστεπτος
Headword (normalized/stripped):
αστεπτος
IDX:
14369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14370
Key:
Data
{'content': 'uncrowned'}