Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
Ἀστερία
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
ἀστερικός
Ἀστέριος
View word page
ἀστένακτος
without sigh
ShortDef
without sigh
Debugging
Headword:
ἀστένακτος
Headword (normalized):
ἀστένακτος
Headword (normalized/stripped):
αστενακτος
IDX:
14367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14368
Key:
Data
{'content': 'without sigh'}