Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
Ἀστερία
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
ἀστερικός
View word page
ἀστενακτί
without a sigh or groan

ShortDef

without a sigh or groan

Debugging

Headword:
ἀστενακτί
Headword (normalized):
ἀστενακτί
Headword (normalized/stripped):
αστενακτι
IDX:
14366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14367
Key:

Data

{'content': 'without a sigh or groan'}