Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
Ἀστερία
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
ἀστερίζω
View word page
ἀστεμφής
unmoved, unshaken

ShortDef

unmoved, unshaken

Debugging

Headword:
ἀστεμφής
Headword (normalized):
ἀστεμφής
Headword (normalized/stripped):
αστεμφης
IDX:
14365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14366
Key:

Data

{'content': 'unmoved, unshaken'}