Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀστεΐζομαι
ἀστειολογία
ἀστειομελής
ἀστεῖος
ἀστειότης
ἀστέϊσμα
ἀστεϊσμός
ἄστεκτος
ἀστέλεφος
ἀστελέχης
ἀστεμφέως
ἀστεμφής
ἀστενακτί
ἀστένακτος
ᾀστέον
ἄστεπτος
ἀστεργάνωρ
ἀστεργής
Ἀστερία
ἀστεριαῖος
ἀστερίας
View word page
ἀστεμφέως
firmly, fast

ShortDef

firmly, fast

Debugging

Headword:
ἀστεμφέως
Headword (normalized):
ἀστεμφέως
Headword (normalized/stripped):
αστεμφεως
IDX:
14364
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-14365
Key:

Data

{'content': 'firmly, fast'}